Λίγα λόγια για εμάς...
Λίγο πιο πάνω από την κεντρική πλατεία στο Φιλότι, στο δρόμο προς την Απείρανθο, βρίσκεται το παραδοσιακό κατάστημα του Νικόλα Θεωνά.
Ο παππούς Νικόλας Θεωνάς ξεκινώντας την επαγγελματική του σταδιοδρομία είχε ανοίξει ένα μικρό μπακάλικο, στη μέση του χωριού το 1934, πουλώντας εδώδιμα και αποικιακά τρόφιμα όπως ελιές, λάδι, τυριά (το υπόγειο του μαγαζιού είχε πάνω από 1000 κεφαλοτύρια και ανθότυρα μέσα), μπαχαρικά, μπακαλιάρο παστό, ρέγγες καπνιστές, τσάι, καφέ, πιπέρι, πετρέλαιο φωτιστικό, ποτά χύμα σε νταμιτζάνες, ζάχαρη, κτλ.
Το 1952 το μπακάλικο μεταφέρθηκε στον κεντρικό δρόμο του χωριού που ήταν ακόμη χωμάτινος και φωτιζόταν με Λουξ (ήταν μια παλαιά λάμπα φωτιστικού πετρελαίου για να φωτίζουνε μεγάλους χώρους) καθώς το ηλεκτρικό εγκαταστάθηκε το 1961. Τότε αγόρασε το πρώτο ηλεκτρικό επαγγελματικό ψυγείο (μετά από εκείνα της Χώρας, πρωτεύουσας του νησιού) και τα πρώτα κατεψυγμένα προϊόντα, παγωτά, φρέσκο βούτυρο Κερκύρας, γκαζόζες, φέτα βαρελίσια, σαλάμια, μπύρες, και πολλά άλλα προϊόντα έκαναν την εμφάνιση τους.
Το 1979 τον διαδέχθηκε ο υιός του Εμμανουήλ Θεωνάς που προσαρμόζοντας την επιχείρηση στις απαιτήσεις των καιρών στράφηκε στα υλικά ανοικοδόμησης και συντήρησης κτισμάτων.
Το 2014 το κατάστημα περνάει στην 3η γενιά της οικογενείας στον εγγονό Νικόλαο Θεωνά που μαζί με τον πατέρα του στρέφονται πάλι πίσω στις ρίζες του.
Το κατάστημα διαθέτει παραδοσιακά είδη, βότανα, μπαχαρικά, ντόπια κρασιά, ελαιόλαδο, γλυκά και Ναξιακά ποτά.
Ο χώρος του καταστήματος αποπνέει την γνήσια παλαιότητα του μέσα από τα παραδοσιακά σκεύη και μέσα που διαθέτει και δημιουργεί την αίσθηση μουσειακού χώρου που σε γυρίζει νοσταλγικά στα χρόνια των παππούδων και των γονέων σας.
Το ξεκίνημα του παντοπωλείου μας μέσα από τό απόσπασμα του Καθηγητή Μανόλη Γ. Σέργη – Αναπληρωτή Καθηγητή Λαογραφίας στο Δ.Π. Θράκης «ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ» ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ «ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ» ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ «ΜΕΤΑΠΡΑΤΗ» ΝΙΚΟΛΑ ΘΕΩΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΦΙΛΩΤΙ ΤΗΣ ΝΑΞΟΥ, Ναξιακά 6, 207-226.
Το ξεχωριστό πρόσωπο της περίπτωσής μου είναι ο Φιλωτίτης Νικόλας Θεωνάς (εφεξής: Ν.Θ.), του Καρουλομανόλη, όπως τον γνώριζαν οι “παλαιοί” συγχωριανοί του (με διακριτικό παρωνύμιο εννοώ), εκατοντούτης και ενός έτους σήμερα (1916-2017). Η περίπτωσή του κρίνω πως αποτελεί αφορμή μελέτης για όσα θεωρητικά αναφέρθηκαν παραπάνω και σχετίζονται με την όποια αυτόνομη βούληση και δρά- ση του ατόμου στην “παραδοσιακή” κοινωνία και την επενέργεια των υπόλοιπων οικογενειακών και κοινωνικών παραγόντων στην εξέλιξή του.
“Οι γονείς μου”, αφηγείται, “ήτανε τω γραμμάτω και ευσεβείς χριστιανοί. Όλη μου η ζωή ξεκίνησενε από ένα καλό περιβάλλον οικογενειακό, από γονείς ευσεβείς και εγγράμματοι κατά την εποχή εκείνη. Ξεκίνησα το 1934 να μπω στη δουλειά, ήμανε πλήρης ευχαριστημένος ότι εργάζομαι και μ’ αρέσει η δουλειά. Μ’ άρεσε η πρόοδος, η άνοδος…”, “ήμανε προκομένος”. Ο πατέρας του, ο Μανόλης Θεωνάς (ένα από τα επτά αδέλφια, δύο αγόρια και πέντε κορίτσια) είχε αποφοιτήσει από το Σχολαρχείο, είχε γνώσεις πολλές και καλές για κείνην την εποχή. Είχε μάλιστα νεαρός μεταβεί στα Βουρλά και στην Αθήνα όπου, διέμεινε επί 17 συναπτά έτη, δεκατέσσερα στα πρώτα, τρία στην δεύτερη.
Με όρους του Bourdieu ο νεαρός Ν.Θ. διέθετε συγκριτικά προς τους συγχωριανούς του ένα ισχυρό πολιτισμικό. Υπενθυμίζω ότι ο όρος αφορά σε ο,τιδήποτε σχετίζεται με το προσωπικό και κοινωνικό υπόβαθρο ενός ατόμου. Είναι μια έννοια με πολλές πτυχές (γούστα, προτιμήσεις, τυπικά προσόντα, τεχνογνωσία, πολιτισμικές δεξιότητες, ικανότητα διάκρισης καλού-κακού) και καθορίζεται από την κοινωνική θέση του καθενός. Κατά τον Bourdieu, η ατομική κουλτούρα συνδέεται αμέσως με την κοινωνική ανισότητα. Συμπέρανε επίσης ότι οι πολιτισμικές συνήθειες και οι προδιαθέσεις που κληρονομούνται από γενιά σε γενιά από την οικογένεια παίζουν σημαντικό ρόλο στη σχολική επιτυχία. Με ένα άλλον όρο του ίδιου γάλλου διανοητή, ο Ν.Θ. διέθετε ένα ξεχωριστό habitus, διαμορφωμένο από το πολιτισμικό πλαίσιο της ανατροφής του και λιγότερο από το ταξικό ή το οικονομικό.
Κρυφή ή φανερή επιθυμία του νεαρού Ν.Θ. (όπως μού κατέθεσε στις μεταξύ μας συνεντεύξεις) ήταν να “μάθει γράμματα”, δεδηλωμένη όμως της μητέρας του να γίνει έμπορος. Τον επηρέασε τελικά: “Η μητέρα με παρακίνησε να γίνω μεταπράτης λεγόμενος, την εποχή εκείνη έτσι τους λέγανε, μεταπράτες, εδώναν και παίρνανε”. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η εκ μητρός γιαγιά του ήταν αδελφή δύο προβεβλημένων μορφών της φιλωτίτικης πνευματικής ζωής, του Νεοφύτου και Γεωργίου Παγίδα. Η μητέρα του, δηλαδή, έκρινε πως το συμβολικό κεφάλαιο (ένας ακόμη όρος του Bourdieu) που θα αποκόμιζε τελικά ο γιος της εμπλεκόμενος με το εμπόριο θα ήταν ισχυρό. Οι κοινωνικές τάξεις διαφοροποιούνται από την αναλογία του οικονομικού κεφαλαίου στο πολιτισμικό κεφάλαιο που διαθέτουν ισχυρίζεται ο ίδιος διανοητής. Η θέση που ένα άτομο κατέχει στο κοινωνικό σύστημα εξαρτάται από το συνολικό μέγεθος των δύο κεφαλαίων που κατέχει, αλλά και με τη σχετική σπουδαιότητα της καθεμιάς μορφής κεφαλαίου. Επιπλέον, επισημαίνω στο σημείο αυτό τη δύναμη της επιρροής που ασκεί στον νεαρό Νικόλα η μητέρα του. Ας στοχαστούμε και πάλι, με αφορμή αυτό, την επίδραση που ασκείται στους νέους και από ποια πρόσωπα. Ανατρέπεται, κρίνω, άλλη μια φορά, η μονομερής και άκαμπτη θεωρία κάποιων “φεμινιστικών κύκλων” για την μειονεκτική θέση της γυναίκας, για τον μειωμένο της (συγκριτικά) ρόλο στην οικογενειακή ιεραρχία, για τη δήθεν αναμφισβήτητη ανδρική κυριαρχία.
Μια αναγκαία θεωρητική παρέκβαση: Ο άνθρωπος του προβιομηχανικού πολιτισμού δεν εναντιώθηκε στη μόρφωση καθεαυτήν, αλλά στους φορείς της. Η πολιτική (τελικά) εξάρτηση των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων από τα ανώτερα εξαρ- τήθηκε εν πολλοίς από την κυριαρχία των δεύτερων επί των πρώτων με την πρακτική των επιχειρούμενων βίαιων ή εκουσίων εκπολιτισμών (η πολιτισμική καλή θέληση του Bourdieu), σύμφωνα τουλάχιστον με την κατά Gramsci (Γκράμσι) “πολιτιστική ηγεμονία”. Απεναντίας, πίστεψε στη δημιουργική δύναμή της (άθρωπος αγράμμα- τος ξύλο απελέκητο) και τη θεώρησε ως το μόνο προσιτό εργαλείο για την κοινωνική κινητικότητα των παιδιών του, των αγοριών κατ’ εξοχήν. Η τυχόν υποτίμησή της από τον απλό λαό (ή η σάτιρά της) ήταν υστερογενής, απόρροια του κυρίαρχου / ηγεμονικού εκκλησιαστικού λόγου, που συνδύασε την κατοχή της Γνώσης-Μόρφωσης με την αμφισβήτηση των δογμάτων του. Στην περίπτωσή μας κρίνω πως λειτουργεί η θεωρία της εκτόνωσης (relief theory) κατά την ανάλυση του χιούμορ: Η θεωρία αυτή, όπως έχω αναλύσει αλλού, εκλαμβάνει την σάτιρα ως αντιδομή, ως θεσμοθετημένη παράβαση του κοινωνικά αποδεκτού. Ο λαϊκός άνθρωπος σατιρίζει ό,τι δεν μπορεί να κατακτήσει, η λυτρωτική αξία της σάτιρας έγκειται στο ότι τον χειραφετεί από κάθε εξωτερική επιβολή, των μορφωμένων εν προκειμένω.
Ο νεαρός ακόμη Ν.Θ. ήταν γνώστης αυτής της διαφορετικότητας (“η ρίζα μου είναι διαφορετική”), την οποία μετέτρεψε σε ατομική, ελεύθερη δημιουργία. Όσα έπονται εδώ είναι κατ’ ουσίαν η πορεία και οι μεταμορφώσεις ενός καθημερινού ανθρώπου, οι αξίες του, τα ενδιαφέροντά του, οι στρατηγικές που επινόησε για την πραγμάτωσή τους: Ήδη από το 1931, 15χρονο παιδί, εργαζόταν ως νερουλάς (ποτιστής) στη διάνοιξη της τότε “εθνικής οδού” Νάξου, Τραγέας, Φιλωτίου, Απειράνθου, αμειβόμενος με 25 δραχμές την ημέρα, όταν το αντίστοιχο 10ωρο του εργάτη ήταν 50. Φρόντιζε να προσφέρει εγκαίρως νερό στους διψασμένους εργάτες, σε κάθε έκκλησή τους, για να μην αργοπορούν κατά την εργασία τους. Αργότερα (1938) στρατεύτηκε στην υπηρεσία της πατρίδας. Αγωνίστηκε στο Αλβανικό Μέτωπο, έδωσε την τελευταία του μάχη με τους Γερμανούς στη Θεσσαλία, “κατήλθε” πεζός στην Αθήνα μετά την κατάρρευση της αντίστασης στους κατακτητές.
Με τα πρώτα χρήματα του “μεροκάματου” κυρίως εγκαινιάζει κατάστημα στο Φιλώτι, το 1934, στην περιοχή του Φασολά. Εγκαθιδρύει εδραίο εμπόριο δηλαδή, αφού παράλληλα μετέρχεται το πλανόδιο με τα όμορα στο Φιλώτι χωριά. Εμπορεύεται κατ’ αρχάς είδη μπακαλικής και μαναβικής, τυριά, λάδια, κλπ.
Εν πρώτοις: Ας αποδώσουμε εν συντομία την εικόνα της κοινωνίας του χωριού του κατά τον Μεσοπόλεμο. Επρόκειτο:
– για μια πολυπληθή κοινωνία, με ισχυρότατον ακόμη και δημιουργικά ενεργό τον πολιτισμό της παράδοσης (πολιτισμική ομοιογένεια), με ελάχιστη κοινωνική διαφοροποίηση (βασισμένη στην οικονομική ανισότητα), με μια τοπική οικονομία αυτονομημένη εν πολλοίς, απελευθερωμένη δηλαδή ακόμη από ευρύτερες σχετικές δομές και σχέσεις, μη υφιστάμενη ισχυρές τις έξωθεν επιδράσεις, αλλά λειτουργούσα ως ένα αύταρκες ολοκληρωμένο σύστημα,
– για μια φτωχή ποιμενο-αγροτική κοινωνία, με ελάχιστο αριθμό μορφωμένων (εν σχέσει πάντοτε προς τα γειτονικά παραβαλλόμενα χωριά – πρότυπα της περιοχής, δηλαδή την Τραγέα, την Απείρανθο και ίσως την Κόρωνο). Προτιμώ το αδόκιμο ποιμενο-αγροτική για να δηλώσω την κυριαρχία του πρώτου συνθετικού του όρου έναντι του δευτέρου στην συγκεκριμένη φιλωτίτικη περίπτωση. Από την πρώτη μετακατοχική περίοδο και εξής κρίνω πως αρχίζει να μορφοποιείται στο χωριό ό,τι ο αείμνηστος Μανόλης Ψαρράς αποκαλεί “αστική τάξη”, δηλαδή (αλλιώς) ένα τμήμα της ισχυρής κοινωνικής ομάδας των Πιατσαλήδων. Είναι αυτοί που βασίστηκαν στο οικονομικό πρωτίστως κεφάλαιο, για να το μετατρέψουν αργότερα σε συμβολικό:
“Αυτοί πήρανε στα χέρια τους όλες τις δουλειές του ποδαριού και τ’ άλλα παρασι- τικά επαγγέλματα στα χωριά μας, με αποκλειστικότητα κρατούσαν το εμπόριο, την κοινοτική αρχή, τον εφημ. Κλήρο, τα εκκλ. Συμβούλια και γίνανε οι κομματάρχες και αντιπρόσωποι των πολιτικών στο χωριό μας. Σιγά-σιγά, κάτω από τη σκιά τους ζούσε ο ξωμάχος, που με το πέρασμα του χρόνου εσχημάτισε τη γνώμη πως αυτός ήτανε το κλειδί για να κερδίσει την κάθε του υπόθεση, ακόμα και τη δικαστική (όταν μάλιστα ο πιατσαλής που τον προστάτευε ήτανε με το κόμμα που κυβερνούσε) και είχε τη γνώμη πως χωρίς τον πιατσαλή τίποτα δεν μπορούσε να πάει μπροστά στο χωριό μας”.
Το επάγγελμα του μεταπράτη κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου στο Φιλώτι, αν και απαιτούσε δεξιότητες και κάποια ειδίκευση, παρέμενε ακόμη πρωτόγονο, χωρίς τεχνολογία φυσικά και καταμερισμό εργασίας. Ο Ν.Θ. (και κάθε παρόμοιος με αυτόν εκκολαπτόμενος έμπορος) ήταν ένας αυτοαπασχολούμενος που χρειαζόταν για το ξεκίνημά του όλες τις μορφές του κεφαλαίου που προανέφερα. Όσον αφορά στο οικονομικό κεφάλαιο, γενικώς, στον “παραδοσιακό” άνθρωπο η ανεξαρτησία συμβολιζόταν από την κατοχή των προσωπικών του εργαλείων, αυτών των ασήμαντων σήμερα, αλλά τόσων σημαντικών τότε εργαλείων / μέσων παραγωγής, που του επέτρεπαν να δρα αυτεξούσιος. Όσο και αν στη μετανεωτερικότητα της σημερινής Ελλάδας (πολύ δε περισσότερο στην ύστερη νεωτερικότητα των πρώην “παχέων αγελάδων” της) το επόμενο ακούγεται μάλλον ως αστείο, ένα από τα πρώτα εργαλεία / μέσα παραγωγής του Ν.Θ. ήταν το γαϊδουράκι του που αντικατέστησε περί το 1950 με μεγαλύτερης “ισχύος, ιπποδύναμης μηχάνημα”, έναν ημίονο. Η είσοδος στο επάγγελμα ήταν μεν ελεύθερη, αλλά όχι και εύκολη, διότι είχε ήδη ανταγωνιστές. Άρα, οι δυνατότητες κοινωνικής ανόδου οπωσδήποτε υφίσταντο, ενισχύθηκαν όμως κρίνω και από αυτό που ο Γ. Δερτιλής αποκαλεί “ιδεολογία της προκοπής”. Αλλά αυτή αποτελεί φυσική απόρροια της προοδευτικής ιδεολογίας που ενστάλαζε στο νου του η γνώση της καταγωγής του, η κατοχή των κεφαλαίων που αναφέρθηκαν, ο ιδιαίτερος ατομικός του χαρακτήρας ως κληρονομημένο habitus.
Αλλά και οι εμπορικές περιοδείες αυτών των μικροεμπόρων-μεταπρατών στα πλησιόχωρα χωριά ήταν σημαντικές: Οι γνωριμίες που αποκτούσαν με τους “ξενικούς” (ξένους) ήταν ευεργετικές για την οικονομία του χωριού, αλλά και για την έξωθεν καλή του μαρτυρία: Ήταν πρεσβευτές του, κατέστησαν δηλαδή (αποφαίνεται ο Μ. Ψαρράς) “σπουδαίος παράγοντας στην επικοινωνία των χωριών μας”. Έγιναν οι γνωστοί Κουμπάροι όπως τους αποκαλούσαν, οι φίλοι του κάθε ξενοχωριανού που όταν ετύγχανε κάποιος από αυτούς να βρεθεί στο Φιλώτι (π.χ. για να πωλήσει την πραμάτεια του) τον φιλοξενούσε στην κατοικία του. Μού αφηγήθηκε ο Ν.Θ. την περίπτωση δέκα Γλιναδιωτών που έφθασαν μια νύκτα της Κατοχής στο Φιλώτι, ακολουθούντες τις μάλαξες της κλεμμένης από κάποιους Ψηλοχωριανούς αγελάδας τους… Δυστυχώς για κείνους από κάποιο σημείο και εξής αυτές σβήστηκαν… Τους φιλοξένησε (κοπιώντες και πεινασμένους) με ένα “κεφάλι” τυρί (μόνον οι άνθρω- ποι της Κατοχής μπορούν αναγνωρίσουν την πραγματική του υλική αξία) και τους παρηγόρησε ο φίλος τους Νικόλας.
Η εργασία του Ν.Θ. (συνολικά, ως μετερχομένου το εδραίο και το περιοδεύον/στατικό εμπόριο) ήταν αναμφιβόλως επίπονη, απαιτούσε ιδιαίτερο σωματικό κόπο. Το κατάστημά του όμως παρεμπιπτόντως ήταν ένας ιδιότυπος κοινωνικός χώρος, λόγω της συναθροίσεως σε αυτό πολλών ατόμων και της επικοινωνίας που αναπτυσσόταν μεταξύ τους. Συζητούσε επί ώρες με τους πελάτες του, ερχόταν σε στενότερη επαφή με την κουλτούρα του ίδιου του χωριού του, η φύση του επαγγέλματός του τον έφερε σε πλεονεκτική θέση έναντι των συγχωριανών του. Κρίνω πως ως “γραμματιζούμενος” επέδρασε με πολλούς τρόπους στην φιλωτίτικη πραγματικότητα, μέσα στο αναλφάβητο περιβάλλον του χωριού του.
Ως μικρέμπορος στο μεσοπολεμικό Φιλώτι τον ξεχώριζε η επαφή του με καθημερινούς ανθρώπους, φτωχούς και ταπεινούς, μακρά από πλούσιους πελάτες ή μεγαλοαφεντικά. Η πελατεία του ήταν οι φτωχοί, φτωχός και ίδιος όπως μού εδήλωσε. Είχε γνωρισθεί στα γύρω χωριά με πολλούς εμπόρους ή απλούς παραγωγούς, με τους οποίους συνεργαζόταν. Στη Χώρα (π.χ.) με τον Βασίλη Σέργη-Βολάρη, ο οποίος είχε οργανώσει μια «χονδρική λαϊκή αγορά», τύπου σημερινής Λαχαναγοράς Αθηνών, στην περιοχή Κόκκινα Σπίτια, ένα χιλιόμετρο πριν από τη Χώρα. Από εκείνον αγόραζε είδη της μαναβικής και τα μετέφερε στο Φιλώτι. Προμηθευτές του Σέργη ήταν οι γεωργοί του Λιβαδιού, οι οποίοι του πωλούσαν το πλεονάζον προϊόν από την οικογενειακής φύσεως παραγωγή τους. «Ο Βασίλης ήταν σαν ένα προξενείο, σαν μια αντιπροσωπεία των Απάνω Χωριανώ». Από τους συγχωριανούς του και τους γείτονες Ψηλοχωριανούς προμηθευόταν τα λάδια και τα τυριά.
Από το 1953 κ.ε. το φιλωτίτικο κατάστημά του αναβαθμίστηκε, αφού πρωτίστως άλλαξε «εμπορικό προσανατολισμό» και μεταφέρθηκε στον χώρο που βρίσκεται σήμερα το κατάστημα του γιου του Μανόλη, επί της κεντρικής οδού του χωριού, στην έξοδο προς Απείρανθο. Έχει παρέλθει ήδη μια 20ετία από την πρώτη του αρχή. Το χωριό έχει αρχίσει δειλά να εξέρχεται από την ακινησία των προηγούμενων ετών. Ζει τη δική του νεωτερικότητα, που μεταφράζεται ποικιλοτρόπως. Παραλείπω άλλες εκφάνσεις της, μένω στην κατανάλωση μη παραγομένων από τους ίδιους τους κατοίκους του αγαθών. Τώρα πλέον όλο και περισσότεροι κάτοικοί του συμμετέχουν στην σταδιακά αναδεικνυόμενη καταναλωτική «έκρηξη», καταναλώνουν (τηρουμένων των αναλογιών) και αγαθά κύρους (positional goods), ενισχύουν τις ατομικές τους ταυτότητες μέσω και της κατανάλωσης. Όπως έχω αναλυτικά παρουσιάσει αλλού, ο ρόλος της στη μελέτη των ατομικών ταυτοτήτων είναι σημαντικός. Ο Ν.Θ. και οι άλλοι έμποροι ανταγωνιστές του (ο Σμίλης – Μιχ. Βασιλάκης, οι Τζουάννηδες, οι Λιανοπουλαίοι, ο Τσαΐνης – Δημ. Γρατσίας, ο Λενάς – Σταμ. Γρατσίας, κ.ά.) δημιουργούν πλέον ανάγκες καταναλωτικές στο φιλωτίτικο κοινό τους, βεβαίως και τεχνητές. Άλλα τα αγαθά επιβίωσης με τα οποία συμπορεύτηκε επί αιώνες και διά των οποίων επέζησε η κοινωνία του χωριού και άλλα τα του γοήτρου. Εστιάζω περισσότερο στο σημείο αυτό: Η καινοτόμος (για την εποχή) μύηση του φιλωτίτικου κοινού που ανέλαβε «οικεία βουλήσει» ο Ν.Θ. (φυσικά και οι άλλοι «μεταπράτες» προκάτοχοί του και επίγονοι) το οδήγησε να μεταβεί σταδιακά σε ό,τι αποκαλούμε σήμερα αγροτοαστική κοινότητα. Ο καταλυτικός ρόλος τού εν λόγω «μεταπράτη» εισχώρησε στις παραδοσιακές δομές του χωριού, γέννημα-θρέμμα τους ο ίδιος, και έθεσε το δικό του λιθαράκι στην μετεξέλιξή τους. Με άλλα λόγια, κατέστησε αυτή τη μετάβαση πιο ομαλή και φυσιολογική. Επέφερε μια εκ των έσω μεταβολή χωρίς κλυδωνισμούς, κάτι που θα μπορούσε να επιτύχει μόνον ένας “παραδοσιακός” άνθρωπος με νεωτερικές ιδέες. Βέβαια, όλες οι μεταπολεμικές μεταβάσεις που οδηγούσαν προς μια νεοελληνική κοινωνία με βελτιωμένους τους εξωτερικούς όρους της καθημερινότητάς της δεν συνάντησαν κοινωνικές αντιστάσεις. Αυτές, όπου εμφανίστηκαν, αφορούσαν σε βαθύτερα ζητήματα…
Η οικονομική και κοινωνική ανέλιξη του Ν.Θ. θεωρώ πως πρέπει να συνδυασθεί με μία ακόμη στρατηγική του, χωρίς βεβαίως να μπορώ να διακρίνω τα όρια ανάμεσα στη στρατηγική και τον έρωτα: Την εξ αγχιστείας συγγένεια, αυτόν τον ισχυρό παράγοντα, τη βασική μήτρα για τη σύλληψη και την οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων, τον βασικό ρυθμιστή κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών σχέσεων των τοπικών ιδίως μικροκοινωνιών, όπως έχει χαρακτηρισθεί. Παντρεύτηκε την αγαπημένη του Ειρήνη, κόρη του Γιώργη Λιανόπουλου (του Βαθιάδη), ενός από τα έξι αδέλφια Λιανόπουλους, μεγαλεμπόρους στο Χαλκί.
Ο Ν.Θ. διαθέτει τώρα πλέον στους πελάτες του τζάμια, λαμαρίνες, μπογιές (ο ίδιος παρεσκεύαζε διαφόρων χρωμάτων ελαιοχρώματα), νήματα, εσώρουχα, είδη μπακαλικής, υδραυλικά, παιχνίδια, νεωτερισμούς. Το ψυγείο του ήταν εφοδιασμένο με κατεψυγμένα είδη, παγωτά, αλλαντικά. Το κατάστημά του είχε δηλαδή τον χαρακτήρα των παλιών παντοπωλείων – “πολυκαταστημάτων”. Ήταν ταυτόχρονα και κρεοπωλείο (σε μία γωνιά του). Μπροστά από το κατάστημά του είχε εγκαταστήσει αντλία βενζίνης και πετρελαίου. Είχε παρέλθει πλέον η φιλωτίτικη νοοτροπία που περιγράφει γλαφυρά ο Μ. Ψαρράς και αναφέρεται τουλάχιστον σε μια απώτερη κατά 30 έτη χρονική περίοδο: Το παντοπωλείο κάποιων Πιατσαλήδων διέθετε και κρεοπωλείο. Ο ιδιοκτήτης του περιοριζόταν στη σφαγή ενός λιανού “ζωντανού” και σπανιότατα βοδινού.
Ο Μ. Ψαρράς (στην ιδιότυπη όντως παρουσίαση των κοινωνικών στρωμάτων του χωριού περί τον Μεσοπόλεμο) γράφει χαρακτηριστικά για τους Πιατσαλήδες και ειδικότερα για μια υποομάδα τους, κάποιους ανθρώπους κοσμογυρισμένους, με λιγοστές γραμματικές γνώσεις και κατόχους μικρής περιουσίας στο χωριό: “… Όσοι διαθέτανε αυτά τα προσόντα γίνανε μέσα στο χωριό μας εμπορευόμενοι, μεταπράτες και μεσίτες αλλά [γίνανε] και οι μόνιμοι πρόεδροι και σύμβουλοι της Κοινότητας, οι παπάδες, οι επιτρόποι της εκκλησάς, οι κομματάρχες του χωριού, οι φίλοι και κουμπάροι του βουλευτή που μ’ αποκλειστικότητα αλληλογραφούσαν μαζί του. Αυτοί ήτανε οι άνθρωποι που ποτέ τους δεν θ’ αρνιότανε τη ζητουμένη κουμπαριά τού κάθε φτωχού…”.
Ο Ν.Θ. ουδόλως σχετίζεται με τους παραπάνω, κυρίως δεν υπήρξε ποτέ πολιτικάντης. Ήταν βεβαίως ένας ενεργός πολίτης, με προοδευτικές ιδέες και έτοιμος να τις υπηρετήσει εμπράκτως. Η ανεξαρτησία του μπορεί να ερμηνευθεί ως συνδεδεμένη με τις υλικές συνθήκες του επαγγέλματός του, από αυτήν την ανεξαρτησία του απέρρεε η δυνατότητά του να ασχοληθεί και με τα πολιτικά του χωριού. Όμως δεν ασχολήθηκε με αυτά ενεργά. Προειπώθηκε ότι το κατάστημα του ήταν ένας κοινωνικός χώρος, ένα κοινωνικό κέντρο, μπορούσε να κινητοποιεί, να κατευθύνει τις πολιτικές συνειδήσεις των συγχωριανών του με τους οποίους συνεργαζόταν. Μπορούσε βεβαίως να εκφράζει τη γνώμη του χωρίς να φοβάται ότι θα απολέσει την εργασία του ή τους πελάτες του ίσως, εφ΄ όσον αυτοί γνώριζαν το ποιόν του ως ανθρώπου εντίμου και ειλικρινούς. Η ανύπαρκτη ακόμη θεσμική οργάνωση των εμπόρων στο νησί ενέτεινε αυτήν την αυτονομία τους. Είναι βέβαιο ότι ως ελεύθερος πολίτης και προοδευτικός άνθρωπος υπήρξε υποστηρικτής του γιατρού Παπαθανασίου στις κοινοτικές εκλογές, ενός ατόμου που κατά κοινήν ομολογία συνέβαλε στην μεταπολεμική μεταβολή του χωριού με το έργο του.
Από το έτος 1938 είχε αρχίζει να επεκτείνει το μεταπρατικό / πλανόδιο εμπόριό του στα Λιβαδοχώρια. Ήταν τότε που “πρωτοκατέβηκε” να πωλήσει την πραμάτειά του στα Κάτω Χωριά, η αρχή μιας 20ετούς πολύπλευρης σχέσης που έληξε το 1958.
Κατά πληροφορία του, είχε ξεκινήσει τις δοσοληψίες του αρχικά με το Αγερσανί, αλλά το εν λόγω χωριό “ήτανε πολύ φτωχό”. Η κρίση του επιβεβαιώνει και δική μου σχετική άποψη. “Σποραδικά πήγαινα στις Τρίποδες, αλλά η έγνοια μου ήταν το Γλινάδο”. Μού εξεθείασε την πνευματική ανάπτυξη των Τριποδιωτών και την οικονομική τους αντίστοιχη, που τους οδήγησε νωρίτερα (εν σχέσει προς άλλα Λιβαδοχώρια) σε μια οικονομική ανεξαρτησία (“ήτανε πιο ανεξάρτητοι”), κρίνει όμως πως δεν “του ταιριάζανε”, διότι ήτανε κάπως μεμψίμοιροι και “σφικτοί” στις δοσοληψίες τους, ενώ οι Γλιναδιώτες “δεν είχανε μεγάλο εγωισμό στις συναλλαγές”.
Επικεντρώθηκε λοιπόν στο Γλινάδο και τον κόσμο του, με τον οποίο απέκτησε μια αξιοθαύμαστη σχέση, την οποία επιβεβαιώνουν ο ίδιος και όλοι οι γλιναδιώτες πληροφορητές μου: “Συνεργάστηκα πολύ ωραία μαζί ντωνε, κατά δύναμη ό,τι μπορούσα κουβαλούσα και αμειβόμουνα. Τίποτε δεν έχασα ποτέ από πάνω τους. Δεν με γέλασε άνθρωπος, ούτε εγώ γέλασα άνθρωπο… Επέρασα μια ζωή χαρισάμενη μαζί ντωνε. Μ’ αγκαλιάσανε, έστω και κείνο το πενιχρό εμπόριο πού ‘κανα…, εσυδέ- θηκα τόσο πολύ μαζί ντωνε, που μ’ ευχαρίστησενε. Φτωχοί αλλά τίμιοι. Συναλλαγές ωραίες κάναμε, με ευχαρίστηση. «Δεν έχω Νικόλα λάδι….» Τι είπες; Την άλλη μέρα ήτανε το λάδι εκεί, το μπετόνι το λάδι ήτανε εκεί. Και τ’ άφηνα και περνούσανε επτά, οκτώ μήνες να πληρωθώ, αλλά δεν τάχασα ποτέ. Στους φτωχούς αθρώπους ήμουνα πάντα κύριος, αγαπούσα, γιατί κι εγώ φτωχός ήμουνα…, μπορεί να δούλευα εμπόριο αλλά δεν ήμουνα πάπλουτος… Τσ’ αγκάλιασα και μ’ αγκαλιάσανε… Το Γλινάδο τόχα για χωριό μου, να το νιώθω σα συχωριανοί μου, με τ’ αστεία μου, με την καλωσύνη μου… έκανα ό,τι μπορούσα, μ’ αγκαλιάσανε οι αθρώποι, τσ’ αγκάλιασα και μ’ αγκαλιάσανε”. Ισχυρότερη απόδειξη αυτών των εκτιμήσεων αποτελεί για μένα η ονομαστική αναφορά του σε όλους τους οικογενειάρχες του χωριού, σε μέλη της οικογένειάς τους, σε επιμέρους Γλιναδιώτες, χωρίς το παραμικρό κενό μνήμης, γεγονός που μου προξένησε ανέκφραστη εντύπωση. Πληροφορήθηκα λεπτομέρειες της ζωής των συγχωριανών μου που δεν γνώριζα, καίτοι καταγίνομαι με τη μελέτη του πολιτισμού τους από τη δεκαετία του 1980. Η ισχυρή του μνήμη, χωρίς το δώρημα της όρασης πλέον εδώ και κάποια χρόνια, αποδεικνύει (κατ’ εμέ) την έντονη βίωση των σχέσεών του με το ξένο χωριό.
Αναλόγως των προϊόντων που είχε να μεταφέρει προς τα Λιβαδοχώρια, άρχιζε το εκάστοτε μακρύ οδοιπορικό του. Συνήθως ξεκινούσε πρωί, είχε γίνει σταθερό χρονόσημο (σημείο αναφοράς) για τους συγχωριανούς του, γι’ αυτό τους προξενούσε εντύπωση η τυχόν παραβίαση αυτής της κανονικότητας. Όταν, π.χ., είχε να μεταφέρει κάποια χοιρίδια, έπρεπε να τα παραλάβει “λίαν πρωί” από τους συγχωριανούς του, να “κατέλθει” στα Λιβάδια το συντομότερο, για να προλάβει να τα παραδώσει στους αγοραστές τους, πριν ξεκινήσουν κι αυτοί τη δική τους πορεία προς τους αγρούς.
Η πορεία της “καθόδου” του ήταν σταθερή, την είχαν προ αιώνων χαράξει οι άνθρωποι, είτε ως μονοπάτια είτε στα χρόνια του ως δρόμους πλέον: Από το Φιλώτι, διά μέσου Δαμαριώνα, έφθανε στον Δαμαλά, στου Μαλαματάκη (εκεί που είναι σήμερα η Shell-Τρόμπα), στο Χάνι του Κοχλιού του τσουκαλά, στους Αγίους Αναργύρους, στο 10ο χιλιόμετρο, στου Μητροπόλου, στο μαρμαράδικο των αδελφών Γεωργιάδη. Το τελευταίο ήταν “οριακό σημείο” της διαδρομής του: Από την κορυφή του λόφου ατένιζε πλέον όλη τη δυτική παραλία της Νάξου, από τη Χώρα μέχρι τουλάχιστον την Πλάκα, τα Λιβαδοχώρια. Ο κατερχόμενος από τα Απάνω Χωριά έμπαινε πλέον στην επικράτεια των Κάτω Χωριών, με τις τόσες μεταξύ τους οριοθετήσεις, διακρίσεις και πολιτισμικές διαφορές. Για τον άνθρωπο-Θεωνά αυτές πάντως ουδέποτε υπήρξαν. Απουσίαζαν κατ’ αρχάς από το οικογενειακό του habitus, η επαγγελματική του ζωή εξαφάνισε αργότερα όσες τυχόν του ενεφύσησε η κοινωνική αναστροφή με τους συγχωριανούς του.
Οι ειδικές συνθήκες της Κατοχής τον ανάγκασαν για κάποιο διάστημα να παρεκκλί- νει από την πορεία του: Κατέβαινε στο Αβιδελοπήαδο, στις τότε στάνες του Ματάκια, “είχενε νερό παλαιό, και πίνανε από κεί οι εργάτες πριν να γίνει ο δρόμος ο αμαξωτός”, στο 8ο χιλιόμετρο, στον Μπλουμά (των Τριπόδων). Θυμάται συγκινούμενος ότι κατ’ αυτήν την (“μαύρη” για τον τόπο) περίοδο κάποιες αδελφές του προπορεύονταν ως ανιχνευτές και βιγλάτορες, μέσα από στενά, για να μην “πέσουν πάνω” σε ιταλούς στρατιώτες. Το πλέον επικίνδυνο σημείο (κομβικό) ήταν το 8ο χιλιόμετρο, στο οποίο εγκαθίσταντο από τις πρωινές ώρες οι κατακτητές, για να ελέγχουν την κίνηση. Η συνάντησή του με αυτούς σήμαινε το ολιγότερον απώλεια της πραμάτειας του…
Η οδύσσεια των μεταβάσεων στα Λιβαδοχώρια ήταν δεδομένη, κυρίως τους χειμερινούς μήνες: Χιόνια, βροχές καταιγίδες, μπόρες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρατήρησή του ότι δεν θυμάται κάτι ιδιαίτερα σημαντικό από τις καιρικές συνθήκες, διότι, όπως δικαιολόγησε ο ίδιος την παρατήρησή του, ήλεγχε την κατάσταση του καιρού με τη σχολαστική του παρατήρηση. Η μετεωρολογία (λέει η θεωρία) ήταν ανέκαθεν μια ρεαλιστική λαϊκή γνώση, επειδή βασιζόταν (αποκλειστικά σχεδόν) στην ενδελεχή και χρόνια παρατήρηση. Θυμάται μόνον μια απρόβλεπτη καταιγίδα που τον “κυνηγούσε” από την Πάρο, ενώ “ανέβαινε” προς του Μητροπόλου, αλλά ευτυχώς για κείνον, έστριψε το “μέτωπό” της προς την περιοχή του γεφυριού του Περίτση ποταμού και δεν του δημιούργησε προβλήματα.
Κατά την επιστροφή του στο Φιλώτι “σκοτεινιαζότανε” σχεδόν πάντα στην περιοχή του ναού των αγίων Αναργύρων, στο Σαγκρί. Ήταν ένα ασφαλές χρονοτοπόσημό του, αφού, όταν βρισκόταν πλέον σε αυτό το σημείο, υπελόγιζε επακριβώς την (άνευ απροόπτου) ασφαλή επάνοδό του στο χωριό.
Το ανταλλακτικό του (κατά κύριο λόγο) εμπόριο συνίστατο στην προσφορά εκ μέρους του λαδιού, ελιών, μαλλιών, φρούτων, τυριών και γουρουνιών. Ήταν τα προϊόντα που έλειπαν από την παραγωγή των Κάτω Χωριών και τα οποία ο ίδιος και οι “ανταγωνιστές” του αντήλλασαν με τα πλεονάζοντα σε αυτά: Πατάτες, φασόλια, κριθάρι. Οι Γλιναδιώτες (συγκεκριμένα) τα καλλιεργούσαν κυρίως στον κάμπο τους (αλλά και στην περιμετρική ζώνη του χωριού, στα ελάχιστα παραγωγικά κράσπεδά του, στα αχτιά και τα καυκάρια). Εκεί, στον κάμπο τους, σε “καλλουργιές” (ειδικά περιποιημένους, οργωμένους, λιπασμένους αγρούς) καλλιεργούσαν επίσης γλυκοπατάτες, κριθάρια, ντομάτες, φασόλια, λίγα βαμβάκια, σάμι, ρεβίθια και άφθονα μποστανικά, όλα για ιδιωτική κατανάλωση, πλην των τελευταίων που διέθεταν στο εμπόριο. Υπενθυμίζω ότι η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν γεωργοί καθ’ όλο το διάστημα του 20ού αι., επρόκειτο δηλαδή με μια ακραιφνώς αγροτική κοινωνία. Το 1928, π.χ., σε εκλογικό κατάλογο των μελών της, αναφέρονται όλοι ως γεωργοί πλην δύο υποδηματοποιών, δύο κτιστών και ενός μισθωτή.
Οι Γλιναδιώτες έδιναν ό,τι διέθεταν, άλλοτε είδη, κυρίως την Κατοχή, άλλοτε χρήματα. Θυμάται επακριβώς (διεσταύρωσα τις σχετικές πληροφορίες) και ανταλλακτικές ισοτιμίες, όπως:
– 6 οκάδες πατάτες αντιστοιχούσαν σε τυρί βάρους μίας οκάς
– 4 οκάδες κριθάρι σε μία οκά τυρί
– 40-50 οκάδες πατάτες σε ένα χοιρίδιο
– 8 οκάδες πατάτες σε μία οκά μαλλιά
– 4 οκάδες φασόλια σε μία οκά μαλλιά.
“Ανταγωνιστές” του στο χωριό είχε και άλλους πλανόδιους πωλητές: Από το Φιλώτι γνωρίζω πως “κατέρχονταν” εκεί ο Τσαΐνης, ο Δημ. Τζουάννης, ο Μπαμπουνοβασίλης, ο Σμίλης από τον Δαμαριώνα ο Σπραός, από την Ποταμιά οι Στέλιος και Μανόλης Γρύλληδες. Τα παραγόμενα και αυτομάτως καταναλωνόμενα στο Γλινάδο φρούτα (στο πλαίσιο της οικογενειακής κατανάλωσης) ήταν κυρίως πεπόνια, καρπούζια και ελάχιστα αχλάδια και βερίκοκα. Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι οι Γλιναδιώτες ουδόλως υπολήπτονταν (στις διαιτητικές τους προτιμήσεις εννοώ) π.χ. τα “ξινά”, στα οποία τους “κάλυπταν” επί πολλά έτη αργότερα οι αείμνηστοι Στεφανής Μολινδρής και Μανόλης Ναυπλιώτης, από την Ποταμιά, αειφόρο τόπο παραγωγής τους. Η ελαιοκαλλιέργεια ήταν σχεδόν άγνωστη στο Γλινάδο, αφού ολίγα ελαιόδενδρα υπήρχαν μόνον στην περιοχή Λαγκάδια, και μάλιστα μια ποικιλία τους που παρήγε τις μικρού μεγέθους κορωνιές, βρώσιμες κυρίως. Το λάδι τής χρονιάς το εξοικονομούσαν ανταλλάσσοντας με τους “Βόρειους” Ναξιώτες τα γεωργικά προϊόντα που προανέφερα. Γενικώς, η κοινότητα κάλυπτε τις ανάγκες της σε είδη και υπηρεσίες που δεν διέθετε με το πλεόνασμα τής (παραπάνω αναφερθείσης) αγροτικής της παραγωγής. Τέλος, την ανάγκη τους για εκτροφή του πολύτιμου χοίρου oeconomicus την κάλυπταν οι περισσότεροι κατ’ έτος ήδη από τον Αύγουστο, ειδικά όσοι επιθυμούσαν να αποκτήσουν χοίρο υπέρβαρο, ακόμη και 200 οκάδων, υπερπολύτιμο για την οικιακή οικονομία τους, όπως έχω αλλού αναλύσει.
Στέκι του Ν.Θ. στο Γλινάδο ήταν η οικία της Μαργαρίτας του Σκάρκου, στο Απάνω Χωριό. Εκεί συγκέντρωνε τα προϊόντα του και από εκεί, αναλόγως των παραγγελιών που μετέφερε, “απλωνόταν” σε όλο το μήκος και το πλάτος του χωριού, από τον Δέχτη μέχρι το Τζιντίλι. Έτερο στέκι του στο χωριό ήταν η κατοικία της Μαριγώς Τζαννήδαινας, στο Κάτω Χωριό, αλλά και το κατάστημα κρεοπωλείο του Λαγο- γιάννη, στο οποίο αποθήκευε τις ανταλλασσόμενες ή αγοραζόμενες πατάτες του. Εκεί διανυκτέρευε σε περίπτωση που δεν επέστρεφε στο χωριό του λόγω κάποιου απρόβλεπτου γεγονότος.
Οι Γλιναδιώτες τον αντιμετώπιζαν κατ’ αρχάς ως μια ξεχωριστή κατηγορία ανθρώπου. Δεν γνώριζαν εμπόρους “τύπου Θεωνά” στην κοινωνία τους, αφού αυτή είχε αποκτήσει προ αιώνων “αγροτική συνείδηση” όπως προειπώθηκε η αγροτικότητα ήταν το χαρακτηριστικό τους. Οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα ήταν γι’ αυτούς εξωτικό ή αμελητέο, άρα ο ξένος φορέας του θα μπορούσε αυτομάτως να μετατραπεί ακόμη και σε αντικείμενο χλευασμού. Αντίβαρο είχε την όλη του προσωπικότητα. Ο Ν.Θ. ήταν επιπλέον και ταυτοχρόνως “Ψηλοχωριανός”, και είναι γνωστοί στους Ναξιώτες οι μεταξύ Απανωχωριανών και Κατωχωριανών πραγματικοί και συμβολικοί ανταγωνισμοί, ως μια ακόμη επιβεβαιωμένη πραγμάτωση του αντιθετικού διπόλου βουνό vs κάμπος. Όμως, όλα τα παραπάνω αρνητικά στοιχεία, ως a priori δεδομένα στην σύναψη διαπροσωπικών σχέσεων, τα διέγραψαν όσα αναλυτικά έπονται.
Ο Ν.Θ. αξίζει να υμνηθεί ως ένας ξεχωριστός άνθρωπος με τους όρους που ανέλυσα παραπάνω. Αλλά και για έναν επιπλέον λόγο, που υφέρπει στα προηγηθέντα. Για το ήθος του. Με δεδομένο ότι το ήθος του ανθρώπου του “παραδοσιακού” πολιτισμού κατ’ ουδένα τρόπο μπορεί να θεωρηθεί ομοιότροπο και ομοιογενές (το καθόρισαν εντάσεις, φιλονικίες, διαβολές, κλπ.), αξίζει να τον μνημονεύσει κάποιος και ως άτομο εξαιρέτου ήθους, υποδειγματικό πρότυπο για τους υπολοίπους συγχωριανούς του και μάλιστα τους νεωτέρους, αλλά και για τους ξένους. Υπήρξε διαφορετικός και σ’ αυτό το εξέχον ζήτημα. Γι’ αυτό και επιβλήθηκε στη συνείδησή τους. Η καλοσύνη και η ηθική συμπεριφορά ανέκαθεν αφοπλίζουν ακόμη και τον κακοπροαίρετο λόγο του άλλου. Καθιστούν το δίκαιο άτομο ευκολότερα αξιεκτίμητο, όπως μας δίδαξε ο πολιτισμός του “παραδοσιακού” ανθρώπου. Ο λαϊκός άνθρωπος αντάμειβε τις συμπεριφορές που εναρμονίζονταν με το ιδανικό του δικαίου και της αρετής. Το επιβεβαιώνει ο Bourdieu: Όποιος συμμορφώνεται με τον κοινοτικό κανόνα έχει υπέρ αυτού την ομάδα. Θεωρεί μάλιστα πως μπορούμε να κάνουμε λόγο για έναν “… οικουμενικό ανθρωπολογικό νόμο, με βάση τον οποίο υπάρχει κάποιο κέρδος (συμβολικό και, κάποτε, υλικό) από την υποταγή στο οικουμενικό, από την (τουλάχιστον) φαινομενική συμμόρφωση προς τις επιταγές της αρετής”. Η ανθρώπινη δράση αφορά πάντα στην εμπρόθετη (στοχαστική και ενδιάθετη) πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης, επαναλαμβάνουν αιώνες μετά οι ανθρωπολόγοι.
Στις συζητήσεις μου με τον Ν.Θ. ακούσθηκε πολλές φορές η έννοια καθήκον. Την προσάρμοζε στον λόγο του όταν μιλούσε για το ηθικό του καθήκον έναντι των ανθρώπων (των φτωχών ειδικότερα), το επιβεβλημένο από τον Θείο Νόμο’ όταν μιλούσε για την κυρίαρχη αναπαράσταση της ηθικής του επαγγέλματός του, που εκ των πραγμάτων είχε προ αιώνων δημιουργήσει αρνητικές συνυποδηλώσεις στον κρίνοντα λαό: A priori, έμπορος σήμαινε συνήθως γι’ αυτόν τον μικροαπατεώνα, τον εκπρόσωπο της απάτης και της πονηρίας. Μού τόνισε ιδιαιτέρως ότι αυτή η λατρεία στην “θρησκεία του καθήκοντος” προστάζεται από τον Θεό, αλλά έχει γίνει πλέον για κείνον μια αυτόνομη ηθική, ανεξάρτητη, ενσωματωμένη στην ψυχή του. Οι απόψεις του, κρίνω πως, είναι ενδιαφέρουσες, ειδικά σήμερα, που έχουμε πλέον περάσει από την θρησκεία του καθήκοντος στην απουσία καθήκοντος. Στη μεταηθική κοινωνία του καιρού μας, γράφει ο Λιποβετσκί, “… η ρήξη της κουλτούρας του απόλυτου καθήκοντος συνεχίζει ασταμάτητα την πορεία της υπέρ των αποκλειστικών ευδαιμονικών αξιών, η ηθική ανακυκλώνεται σε θέαμα…”. Ο Ν.Θ. παραμένει βαθύτατα θρησκευόμενο άτομο, νιώθω όμως πως βιώνει αυτό το αίσθημα στην αληθινή του διάσταση/αξία, χωρίς ακρότητες, αλλά με την υπακοή του στον νόμο της ηθικής λογικής που επιβάλλει το ορθόδοξο θρησκευτικό δόγμα.
Αυτό το ήθος του επιβεβαιώνουν πρωτίστως οι μαρτυρίες κάποιων συγχωριανών του που επέλεξα τυχαίως. Οι συνάδελφοι Αντώνης Τζιώτης και Χάιδω Μουστάκη, ως εκπρόσωποι όλων των συμπολιτών τους (των γεροντοτέρων κυρίως, που συνομίλησαν μαζί μου στα καφενεία του χωριού) έγραψαν μεταξύ άλλων:
“… Ανοίγοντας τις σελίδες του πολιτιστικοκοινωνικού και οικονομικού παρελθόντος του χωριού μου, του Φιλωτίου, θα βρούμε πολλούς ανθρώπους που ”άφησαν όνομα” λόγω της επαινετής κοινωνικής των πολιτείας και της επαγγελματικής των δραστηριότητας. Ιδιαιτέρως μάλιστα στο χώρο της εμπορικής ζωής επεφάνησαν και διέπρεψαν αρκετοί συγχωριανοί μου, οι οποίοι είναι καταγεγραμμένοι στις δέλτους της συλλογικής μνήμης με τιμητικό περιεχόμενο.
Ανάμεσα, λοιπόν, στα επιφανή στελέχη της φιλωτίτικης οικονομικής ιστορίας καταλέγεται και ο Νικόλας Εμμ. Θεωνάς, ο οποίος, κατ’ ευτυχίαν, συμπληρώνει εφέτος το 101ο έτος της ηλικίας του, με εμφανή βεβαίως τη βιολογική του γήρανση, αλλά με εμφανέστατη την πνευματική του διαύγεια.
Ο Νικόλας Θεωνάς εκ νεότητος υπήρξε υπόδειγμα εργατικότητας και δημιουργικής ανησυχίας. Άνθρωπος συγκροτημένης σκέψης και φιλοπροόδων οραματισμών, κατόρθωσε επάξια να συνδέσει το όνομά του με την εμπορική ιστορία του Φιλωτίου και να διαλάμψει με την ανθρωπιά και την κοινωνική καλλιέργειά του σε μια κοινωνία στερήσεων και δυσκολιών. Η ακάματη εργατικότητά του και το ευφυές πνεύμα του, τον κατέστησαν παράγοντα, που με εκσυγχρονισμένες εμπορικές κινήσεις, εδόμησε όνομα λαμπρό και έμπιστο στη φιλωτίτικη κοινωνία. Το οικονομικό δούναιι και λαβείν μετά των συγχωριανών του αποτελούσε παράγοντα ασφαλούς εγγύησης, με αμοιβαιότητα ανυπόκριτης εμπιστοσύνης. Το όνομα ”Θεωνάς” έχει περάσει πια στα ηχηρά ονόματα της εμπορικής και κοινωνικής ζωής του Φιλωτίου. Ο Θεωνάς, έχει γράψει, αυτό που λέμε ”ιστορία”. Δικαίως απολαμβάνει σήμερα την ειλικρινή αγάπη και την απέραντη εκτίμηση των συγχωριανών του…”.
Σε διαφορετικό ύφος, αλλά στο ίδιο πνεύμα κινείται η “κατάθεση” της Χ. Μουστάκη:
(…) Πρώτη στάση στο γλυκοπλάνεμα του νου, το μαγαζί του Θεωνά. Ο Παράδεισος όλων μας. Το Κέρας της Αμαλθείας στην υπέρτατη αφθονία του. Ράφια μακρόστενα αναρτημένα από τους τοίχους συνιστούσαν ποικιλόσχημα κυτία, όπου φάνταζαν προϊόντα και τα προς πώλησιν είδη εύτακτα και αυστηρά ταχτοποιημένα. Πώς τούτος ο χώρος από μια αστείρευτη πηγή αγαθών μετουσιωνόταν σε αυτονόητο σημείο συνάντησης, στέκι σύντομης φιλοσοφίας, ανταλλαγής των ανά τον κόσμον πληροφοριών, ενημέρωσης των τεκταινομένων στο Φιλώτι μας; Θυμάμαι και κείνη τη μεγάλη δίπτυχη πόρτα και την ξύλινη καταπακτή μπροστά της που οδηγούσε σε υπόγεια εφεδρική πηγή αγαθών. Κάθε φορά που γινόμουν αυτόπτης μάρτυρας της ανάσυρσής της, γέμιζα φόβο, δέος, απορία, περιέργεια για το βαθύ έρεβος που ξεχυνόταν από τα έγκατα της. Στιγμές ανείπωτης χαράς η παραμονή μου στο κατάστημα. Πίσω από τον πολυκαιρισμένο μα καθάριο πάγκο, προβάλλει το ψηλό, αριστοκρατικό, ευθυτενές παράστημα του Νικόλα του Θεωνά. Τα γυαλιά κατηφόριζαν χαμηλά στην μύτη σε μια μόνιμη θέση και στον παιδικό εύπλαστο κόσμο μου ενείχε θέση σοφού και παντογνώστη. Τα χέρια του έπαιρναν εντολές και κείνα τάχιστα και αβίαστα αποσπούν από τα καλόστρωτα ράφια ό,τι ο πελάτης ζητούσε. Μια πανύψηλη σκάλα ήταν έτοιμη πάντα να φέρει επί γης ό,τι υπήρχε ψηλά. Πόσο ευγενής, ανθρώπινα ζεστός, διακριτικός; Πόσο ήρετο η μορφή και ο ρόλος του στη παιδική φαντασία μας με τα ειδών – ειδών καλούδια που ταξίδεψαν από την μεγαλούπολη! Έμπορος οξυδερκής, ταχύνους, εχέφρων, εντιμότατος. Οι λογαριασμοί υπολογίζονται από μνήμης, η χρήση του μολυβιού γινόταν μόνο από σεβασμό στον πελάτη. Διησθάνετο τις οικονομικές ανάγκες των συντοπιτών και τις διαχειριζόταν με διακριτικότητα και σεβασμό. Το μαγαζί του κοντά, και αργότερα (μέχρι και σήμερα) στον κεντρικό δρόμο του Φιλωτιού λειτουργούσε δυναμικά και πολύπλευρα. Ήταν κάτι σαν σούπερ-μάρκετ της εποχής, κέντρο αγοράς προϊόντων, χώρος πολιτιστικών κοινωνικών ενημερώσεων. Ήταν και γραφείο μεσιτικό της εποχής, που εξυπηρετούσε ανιδιοτελώς και σαφώς αφιλοκερδώς όντινα επιθυμούσε να προβεί εις πώλησιν ή αγοράν οικήματος, κτήματος.
Ο Νικόλας ο Θεωνάς λάτρης του βιβλίου, φιλογνώστης και φιλομαθής διεδραμάτισε για την κοινωνία του χωριού με το εμπορικό του δαιμόνιο ρόλο καθοριστικό και ο χώρος του ήταν εστία πνευματικού ενδιαφέροντος. Το εμπορικό κατάστημα δεν ήταν απλά ο τυπικός χώρος αγοράς και συναλλαγής. Αρκούσε το έναυσμα να δοθεί και ο πλήσμων σε προϊόντα χώρος να μεταλλαχτεί την ίδια στιγμή σε χώρο σύσφιξης σχέσεων και αλληλοπειραγμάτων, συνάντησης χωριανών, χώρος ανατροφοδότησης
ψυχής. Και μόνο το περπάτημα ως του Θεωνά ευφροσύνη διάθεση εμφυσούσε. Το φτάσιμό μας στην πόρτα του εμπορικού σήμαινε και τη μυστηριακή μετάβασή μας διά μιας σε έναν άλλο κόσμο σε άλλες χώρες άγνωστες και μαγικές. Ίαμα λυτρωτικό και ανακουφιστικό στη χειμωνιάτικη μοναχικότητα, η αίσθηση και μόνο της παρουσίας του μαγαζιού. Θάλπος τρυφερό για μας τους επόμενους οι εν ζωή όντες. Είναι ανάμεσα μας ο Νικόλας ο Θεωνάς. Εκατοντούτης. Στο πολύπτυχο αιωνόβιο πρόσωπο του απηχεί η ιστορία μιας ολόκληρης εποχής του Φιλωτιού. Στο πρόσωπο του αγωνιστή πολυγνώστη συγχωριανού μας νιώθω πως και οι απόντες μαχητές μιας δύσκολης εποχής κινούνται γύρω μας. Στέκουν δίπλα μας, μας ενισχύουν, ώστε να μπορέσουμε κι εμείς οι επόμενοι να γράψουμε τη δική μας, μικρή ιστορία…”.
Επικυρώνουν (το ήθος του) επίσης οι μαρτυρίες των Γλιναδιωτών. Όλοι, ανεξαιρέτως αναπαριστούν την ιστορία των σχέσεών τους με επαινετικά λόγια. “Ο καλύτερος Έλληνας” χαρακτηρίστηκε από κάποιον. Θυμούνται μάλιστα την θερμή υποδοχή που του επεφύλαξαν το 1985, όταν “κατήλθε” στο χωριό για να ιδεί άλλη μια φορά συγκεντρωμένους τους “αδελφούς” του, όπως τους χαρακτήρισε, Γλιναδιώτες. Γράφω “συγκεντρωμένους”, διότι εννοείται πως όλα τα χρόνια, μετά το 1958, τους συναντούσε στη Χώρα ατομικά, όταν μετέβαινε εκεί για τις εμπορικές του δοσολη- ψίες και εκείνοι για τις μικροεργασίες τους.
Το επιβεβαιώνει (το ήθος του) μια δική του μαρτυρία από την γλιναδιώτικη εμπειρία του. (Ο ίδιος απέφευγε να μιλά στις συνεντεύξεις μας για ζητήματα που αναδείκνυαν τον αλτρουιστικό του χαρακτήρα): Οι πατάτες που αγόρασε και ζύγισε κάποτε νύκτωρ στο χωριό και ξαναζύγισε στο Φιλώτι την επομένη ήταν ολιγότερες κατά πέντε οκάδες. Αμφιταλαντεύτηκε αν θα έπρεπε να ανακοινώσει το θέμα στον συναλλαγέντα μαζί του Γλιναδιώτη. Το αποφάσισε τελικά. Θυμάται τη σκηνή, στο καφενείο του Βαγγέλη του Ντάλα (μετέπειτα Νερά), με “αντίδικο” τον Ν.Κ., ο οποίος αρνήθηκε την ελλειμματική πώληση. Ο Ν.Θ. είναι κατηγορηματικός: “Ήθελα να σου το πω για να γίνω πιστευτός. Δεν έγινα; Δεν τις θέλω!”.
Το πιστοποιεί ο ίδιος με τα τέκνα που κατέλιπε στη φιλωτίτικη κοινωνία, τον Μανόλη και τον Γιώργη, ως υλική πραγμάτωση του δικού του ήθους και συνεχιστές του γένους του. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ εδώ γενικά στη συμβολή της οικογένειας στην ηθική και πνευματική ζωή των τέκνων της, με την παροχή προς αυτά πρωτίστως των απαραίτητων ηθικών προτύπων. Δεν παραβλέπουμε φυσικά τον ρόλο της μητέρας τους, της κυρίας Ειρήνης, αφού οι Brody και Schaefer απέδειξαν ότι οι μητέρες ασκούν μεγαλύτερη επιρροή στην ηθική σκέψη και την ανάπτυξη των παιδιών τους.
Το αποδεικνύει, τέλος, ο ίδιος με την υλική και ηθική βοήθεια που προσέφερε στις αδελφές του, προκειμένου αυτές να αποκατασταθούν και να δημιουργήσουν τις δικές τους οικογένειες.
Συμπεράσματα
Ο Ν.Θ. ανήκει στους δεκάδες ανά το πανελλήνιο επαγγελματίες εκείνους που αναδείχθησαν σε ενεργά υποκείμενα της τοπικής ιστορίας∙ ανήκει στην κατηγορία εκείνων των Ελλήνων που στηρίχθηκαν στις δυνάμεις τους, στην αγάπη τους για το εμπόριο, στην ανεξάρτητη απασχόληση, απαλλαγμένοι από παντοδαπές δεσμεύσεις∙ που δημιούργησαν συνθήκες κοινωνικής αποδοχής τους (ακόμη και ως «τραπεζίτες των φτωχών») ή και ως «κομματάρχες» μικροκοινοτήτων και πόλεων. Ο Ν.Θ. είναι
ένα κατ’ αξίαν αναγνωρισμένο άτομο, με συνείδηση της καταγωγής του, που αγωνίζεται να υπερβεί τον κοινωνικό ντετερμινισμό, με προσφορά στο κοινωνικό σύνολο. Ενέπνευσε τους νέους, υπηρέτησε δικαίως την κοινωνία του, διά του επαγγέλματός του, τής πρότεινε νέα πρότυπα ζωής, έθεσε τη σφραγίδα του στην τοπική ιστορία του χωριού του. Η επιτυχέστερη διαφήμιση των προϊόντων του ήταν το ίδιο το ήθος του. Η ελληνική Λαογραφία έχει να ωφεληθεί τα μέγιστα αν αναπαρασταθεί ο κόσμος
όλων αυτών των ξεχωριστών ανθρώπων (των έξι ενδεικτικών κατηγοριών που προανέφερα) ανά κοινότητα της ελληνικής επικράτειας. Οι συγκλονιστικές λεπτομέρειες που (είμαι βέβαιος ότι) θα προκύψουν από μια τέτοια επιστημονική εργασία θα ολοκληρώσουν την εικόνα τής κοινωνικής ζωής του «παραδοσιακού» χωριού, που χαρακτηρίζεται από έντονες αντιθέσεις και εσωτερικές συγκρούσεις. Θα διαλύσει και τον τελευταίο ισχυρισμό περί των δήθεν «αγγελικά πλασμένων» αγροτικών κοινωνιών, αφού οι ξεχωριστοί άνθρωποι των περισσοτέρων κατηγοριών της πρότασής μου εκφράζουν στην πλειονότητά τους την ετερότητα, άρα τη διαφοροποίηση και τον κοινωνικό αποκλεισμό.